- τσαμπουνώ
- τσαμπουνώ και τσαμπουνάω τσαμπούνησα1. αμτβ., παίζω τσαμπούνα (βλ. λ.).2. μτφ., κλαψουρίζω, μυξοκλαίω: Τσαμπουνάνε και τα δυο και μου πήρανε τ' αυτιά.3. φλυαρώ, λέω ανοησίες: Τι τσαμπουνάς τόση ώρα;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.